κροτώ

κροτώ
(ε) μετ. , αμετ. уст. грохотить; греметь;
производить шум (чём-л.);

κροτώ τό τύμπανο — бить в барабан;

κροτούν αέριον — гремучий газ


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κροτώ" в других словарях:

  • κροτώ — (AM κροτῶ, έω, Α και κορτώ) 1. κάνω κρότο, παράγω ήχο («ὑπερώησαν δέ οἱ ίπποι κείν ὄχεα κροτέοντες», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ή χτυπώ κάτι με αποτέλεσμα την παραγωγή κρότου («θύρσω κροτῶν γῆν», Ευρ.) νεοελλ. 1. εκπυρσοκροτώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ.… …   Dictionary of Greek

  • κροτώ — κρότησα, κροτημένος 1. παράγω κρότο: Κροτούν τα πολυβόλα. 2. κρούω κάτι για παραγωγή κρότου: Κροτώ το ταμπούρλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κροτῶ — κροτέω make to rattle pres subj act 1st sg (attic epic doric) κροτέω make to rattle pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρότῳ — Κρότος rattling noise masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρότῳ — κρότος rattling noise masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονταροκροτώ — κονταροκροτῶ, έω (Μ) συμπλέκομαι σε αγώνα κονταροχτυπήματος, κονταροχτυπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντάρ ιον + κροτώ (< κροτώ < κρότος), πρβλ. ποδο κροτώ, χειρο κροτώ] …   Dictionary of Greek

  • θυροκροτώ — θυροκροτῶ, έω (Α) θυροκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + κροτώ (< κρότος), πρβλ. συγ κροτώ, χειρο κροτώ] …   Dictionary of Greek

  • κορτώ — κορτῶ, έω (Α) (κατά τον Ησύχ.) κροτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροτῶ με μετάθεση] …   Dictionary of Greek

  • κρότος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 120 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας. II Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάνα και της Ευφήμης, τροφού των… …   Dictionary of Greek

  • περικροτώ — έω, ΜΑ [κροτώ] μσν. κροτώ ολόγυρα αρχ. μτφ. (για πρόσ.) είμαι διαπρεπής, προεξάρχω …   Dictionary of Greek

  • πυρσοκροτώ — έω, Ν εκπυρσοκροτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + κροτώ (πρβλ. χειρο κροτώ)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»